Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κατ' ἄνδρα

См. также в других словарях:

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • κατανδρολογία — κατανδρολογία, ἡ (Α) η φορολογία κατ άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ ἄνδρα + λογία (< λόγος < λέγω)] …   Dictionary of Greek

  • подобовати — ПОДОБ|ОВАТИ (1*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Считаться подобающим, достойным: о мужи на(м) слово. по мужю расужати подобующю бл҃гороженью. (κατ’ ἄνδρα κρίνεσϑαι τὴν εὐγένειαν ἀξιοῦντος) ГБ к. XIV, 142в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • κάτανδρα — (Α) κατάλογος ανδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < φρ. κατ’ ἄνδρα] …   Dictionary of Greek

  • καθένας — και καθείς, καθεμιά, καθένα (AM καθεῑς και καθείς, καθεμία, καθέν) (αόρ. αντων.) ένας ένας χωριστά ή ο ένας μετά τον άλλο (α. «καθένας με τον πόνο του» β. «ὁ καθεὶς δὲ τῶν φίλων σκυθρωπῶς ὑπεκρέων», ΠΔ) νεοελλ. 1. ο πρώτος τυχών, οποιοσδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • κατανδρίζω — (Α) κατατάσσω σε κατάλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» < φρ. κατ’ ἄνδρα] …   Dictionary of Greek

  • προσδιανέμω — Α διαμοιράζω κάτι επί πλέον («λίτραν ἀργυρίου κατ ἄνδρα προσδιένειμεν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • ψηφοφόρος — ο, η / ψηφοφόρος, ον, ΝΜΑ, και ψηφηφόρος Α (για πρόσ.) πολίτης που έχει και ασκεί το δικαίωμα ψήφου, εκλογέας αρχ. (γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις ἐκκλησία κατ ἄνδρα ψηφοφόρος ἡ φυλετική», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»